επίρροια

επίρροια
η (AM ἐπίρροια)
επιρροή, εισροή μέσα σε κάτι
νεοελλ.
1. επίδραση, επηρεασμός
2. κύρος, επιβολή
μσν.
επιδρομή
αρχ.
1. (για ποτάμι) ρεύμα
2. μτφ. αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ρροια < ρόFoς-ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, άρροια, υδρόρροια κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπιρροίᾳ — ἐπιρροίᾱͅ , ἐπίρροια fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίρροια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρροίας — ἐπιρροίᾱς , ἐπίρροια fem acc pl ἐπιρροίᾱς , ἐπίρροια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρροίαις — ἐπίρροια fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίρροιαι — ἐπίρροια fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίρροιαν — ἐπίρροια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιρροή — η (Α ἐπιρροή) νεοελλ. 1. μτφ. επίδραση, επενέργεια, επηρεασμός, επιβολή («ασκεί μεγάλη επιρροή επάνω σου» σέ επηρεάζει πολύ) 2. απόλ. μτφ. προσωπικό ή κοινωνικό ή πολιτικό κύρος, δύναμη («ἐχει μεγάλη επιρροή στην κυβέρνηση») 3. δημοφιλία 4. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”